- χερούκλα
- η ручища; лапа (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χερούκλα — χερούκλα, η και χεράκλα, η μεγάλο χέρι: Με χτύπησε δυνατά με τη χερούκλα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χερούκλα — η, Ν μεγάλο, χοντροκομμένο χέρι, χεράκλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι + μεγεθ. κατάλ. ούκλα (πρβλ. ψαρ ούκλα)] … Dictionary of Greek
χεράκλα — η, Ν μεγάλο χέρι, χερούκλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι + μεγεθ. κατάλ. άκλα (πρβλ. φων άκλα)] … Dictionary of Greek
χέρα — η μεγάλο χέρι, χερούκλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)